- διλόφου
- δίλοφοςdouble-crestedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κεντρικού Ζαγορίου, δήμος — Νέος δήμος (1.601 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Ασπραγγέλου, Αγίου Μηνά, Άνω Πεδινών, Αρίστης, Βίτσης, Δικορύφου, Διλόφου, Διποτάμου, Ελάτης, Ελαφότοπου, Καλουτά, Κάτω… … Dictionary of Greek
Ναρθακίου, δήμος — Νέος δήμος του νομού Λάρισας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Δένδρων, Διλόφου, Καλλιθέας, Ναρθακίου και Σκοπιάς, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Ναρθάκιο της πρώην… … Dictionary of Greek
Νίκαιας, δήμος — Νέος δήμος του νομού Λάρισας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Διλόφου, Ζαππείου, Μοσχοχωρίου, Μύρων, Νέας Λεύκης, Νέων Καρυών, Νικαίας και Χαράς, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο… … Dictionary of Greek